καταληπτός

καταληπτός
καταληπ-τός, ή, όν,
A seized, D.S.24.1; capable of being seized, Procop.Goth.3.24; liable,

θανάτῳ Id.Vand.1.4

.
2 to be achieved, ὅσον . . τὰ πράγματα ἐφαίνετο κ. Th.3.11; ὅ τι ἂν ἔσω δέκα ἡμερέων ἐμβάλλῃς, πᾶν κ. whatever joint you set within ten days, is manageable, i.e. curable, Hp.Art.67;

σοφίᾳ κ. ἅπαντα Philostr.Her.10.4

.
3 capable of being apprehended or grasped,

κ. τὸ ἦθος ἐξ εἴδους Cleanth.Stoic.1.137

, al.; λόγῳ, αἰσθήσει κ., Phld.Po.5.20, Diog.Oen.4 ([etym.] -λημπτ-).
4 certain, opp. εὔλογος, Herod.Med. ap. Aët.9.37.
II [voice] Act., πένθος θεόθεν κ. grief that falls on us from the gods, E.Hipp.1346 (anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταληπτός — seized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… …   Dictionary of Greek

  • καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”